Στις 2 Μαΐου 2010 η εφημερίδα Free Sunday δημοσίευσε συνέντευξη του Διευθυντή Διοίκησης του ICPS, Κωνσταντίνου Παππά, για το θέμα των κολλεγίων με τίτλο “Παρατράβηξε το Κυνήγι των Κολεγίων”. Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Για πόλεμο λάσπης κατά των κολλεγίων τα τελευταία χρόνια μιλά ο διευθυντής του Ινστιτούτου Συμβουλευτικής και Ψυχολογικών Σπουδών (ICPS) Κωνσταντίνος Παππάς. Τονίζει ότι υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί στο θέμα της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών και χαρακτηρίζει αντισυνταγματικό το νόμο Στυλιανίδη.
ΕΠ. Βλέπετε νέες εξελίξεις στο θέμα των Κολλεγίων με το Προεδρικό Διάταγμα για τα επαγγελματικά δικαιώματα;
ΑΠ. Ρύθμιση μιας ιστορίας 20 ετών, θα έλεγα, παρά νέες εξελίξεις. Αρκετά τράβηξε αυτή η ιστορία με το Ελληνικό κράτος να αρνείται να αναγνωρίσει επαγγελματίες αναγνωρισμένους σε όλες τις χώρες του κόσμου, είτε πραγματοποίησαν τις σπουδές τους σε κάποιο κολλέγιο στην Ελλάδα είτε στο μητρικό Πανεπιστήμιο στο εξωτερικό. Δυστυχώς, πολλές φορές σε αυτή τη χώρα ο κρατικός μηχανισμός έχει λειτουργήσει στρουθοκαμηλικά και το έχουμε πληρώσει σαν λαός πολύ ακριβά, όπως για παράδειγμα με την οικονομική κρίση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Για πόσο καιρό, λοιπόν, θα ανεχόταν η Ε.Ε. να αναγνωρίζονται αυτομάτως τα πτυχία Ελληνικών Πανεπιστημίων σε όλη την Ευρώπη, ενώ η Ελλάδα να αρνείται να αναγνωρίσει πτυχία Πανεπιστημίων που λειτουργούσαν από την εποχή που εμείς εδώ βρισκόμασταν ακόμα στην Τουρκοκρατία;
Υπάρχει ακόμα δρόμος που πρέπει να διανύσουμε στο θέμα της αναγνώρισης, καθώς επίσης διευκρινίσεις που πρέπει να δοθούν. Τουλάχιστον, όμως, κάθε Ευρωπαίος πολίτης γνωρίζει, πλέον, ότι, ασχέτως με το πού σπούδασε (εντός της ΕΕ), υπάρχει ένας μηχανισμός που αναγνωρίζει τα προσόντα του και δεν τον αποκλείει ως “παιδί κατώτερου θεού”.
ΕΡ. Πολλοί, όμως, ασκούν κριτική κατά των κολλεγίων και των υπηρεσιών που προσφέρουν.
ΑΠ. Δυστυχώς, η κριτική αυτή τις περισσότερες φορές είναι κακοπροαίρετη. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει εκτυλιχθεί ένας απίστευτος πόλεμος λάσπης και συκοφαντίας κατά των κολλεγίων και, ως εκ τούτου, και κατά των ανθρώπων που εργάζονται, διδάσκουν ή σπουδάζουν σε αυτά. Έχουμε ακούσει και διαβάσει φοβερές γελοιότητες, του τύπου ότι τα κολλέγια είναι «παραμάγαζα», ή ακόμη και ότι οι άνθρωποι που σχετίζονται με αυτά ανήκουν σε… «σκοτεινές δυνάμεις που σφετερίζονται την παιδεία του έθνους» και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Κάθε Ιούνιο έως και Οκτώβριο εκτυλίσσεται μια τρομοκράτηση του κοινού, προκειμένου να οδηγήσουν όσα κολλέγια απέμειναν από τον απαράδεκτο νόμο Στυλιανίδη στον μαρασμό.
Η δε κριτική περί ποιότητας υπηρεσιών, που έχουν εκφράσει διάφοροι αξιωματούχοι του κράτους, ξεκινά από τη λανθασμένη βάση ότι το Πανεπιστήμιο του εξωτερικού που συνάπτει μια συνεργασία με ένα κολλέγιο στην Ελλάδα δεν δίνει, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεκάρα για την ποιότητα των σπουδών που παρέχει το κολλέγιο. Η αλήθεια είναι ότι για να στηθεί και να λειτουργήσει μια συνεργασία, για παράδειγμα, μεταξύ ενός Βρετανικού Πανεπιστημίου και ενός κολλεγίου, απαιτούνται εκατοντάδες ώρες προεργασίας, ελέγχων και επανελέγχων ποιότητας, τόσο από το ίδιο το Πανεπιστήμιο, όσο και από φορείς του Υπουργείου Παιδείας της Βρετανίας (π.χ. QAA). Τα Πανεπιστήμια λοιπόν, όχι μόνο επιθυμούν, αλλά είναι και υποχρεωμένα να ελέγχουν την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται σε ένα συνεργαζόμενο κολλέγιο, καθώς η αποτελεσματικότητα του κολλεγίου επηρεάζει άμεσα τους δείκτες αξιολόγησης αυτών των Πανεπιστήμιων στη χώρα τους. Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στο παρελθόν έχουν διακοπεί συνεργασίες μεταξύ Πανεπιστημίων και κολλεγίων που δεν συμμορφώθηκαν στις απαιτήσεις που τους είχαν τεθεί.
ΕΡ. Παρατηρώ ότι επικρίνετε το Νόμο του κ. Στυλιανίδη για τα κολλέγια. Πολλοί υποστηρίζουν πως ο νόμος ήταν προς το συμφέρον των κολλεγίων.
ΑΠ. Όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο, απλώς, δεν έχει διαβάσει το νόμο ή προσεγγίζει το θέμα από μια σκοπιά διαφορετική από αυτή των κολλεγίων. Είναι απλό να ανατρέξει κανείς σε δηλώσεις/συνεντεύξεις του 2006 που πραγματοποίησε ο τότε υπουργός και οι υφυπουργοί του και θα καταλάβει ότι ο νόμος που σχεδιάστηκε είχε, ουσιαστικά, ως σκοπό να εξοντώσει σε διάστημα 4-5 μηνών με δικτατορικό τρόπο, όσο το δυνατόν περισσότερα κολλέγια, ώστε να μείνουν στη χώρα από τέσσερα έως έξι “μεγάλου βεληνεκούς” ιδρύματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με έναν αντισυνταγματικό νόμο και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μια σειρά ιδρυμάτων προσέβαλε το Νόμο στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στην Ε.Ε. Την αντισυνταγματικότητα του νόμου αυτού αποδέχθηκε, ορθώς, η νυν Υπουργός Παιδείας κα Διαμαντοπούλου, ύστερα και από σχετική απειλή προσφυγής της Ε.Ε. κατά της Ελλάδας.
Το μόνο, λοιπόν, που πέτυχε το Κράτος με τον συγκεκριμένο νόμο ήταν να στρέψει την Ε.Ε. για άλλη μια φορά κατά της Ελλάδας, αλλά και να θέσει σε κίνδυνο εκατοντάδες θέσεις εργασίας σε κολλέγια που υποχρεώθηκαν να ανταποκριθούν στην απαίτηση για επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ και, μάλιστα, κατά τη διάρκεια της χειρότερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε η χώρα τα τελευταία 50 χρόνια.
ΕΡ. Τι ακριβώς θεωρείται αντισυνταγματικό στον συγκεκριμένο νόμο;
ΑΠ. Σχεδόν όλα τα άρθρα του. Κυρίως, όμως, είναι το δικαίωμα ελέγχου στα προγράμματα σπουδών και στους καθηγητές των κολλεγίων. Αναλογιστείτε ότι ο Έλληνας νομοθέτης προβλέπει ότι τα Ελληνικά Δημόσια Πανεπιστήμια έχουν το δικαίωμα να ιδρύσουν προγράμματα σε άλλες χώρες, στις οποίες, όμως, έχουν τα ίδια τον πλήρη έλεγχο. Για ακόμα μια φορά, δηλαδή, στρουθοκαμηλισμός. Όταν εμείς (το Ελληνικό κράτος) ιδρύουμε σε άλλες χώρες τα προγράμματά μας, απαιτούμε εμείς να έχουμε τον έλεγχο, αλλά όταν ξένα ιδρύματα έρχονται στην Ελλάδα, τα πράγματα πρέπει να είναι αλλιώς…
Αντισυνταγματικές φαίνονται ότι είναι, επίσης, πολλές απαιτήσεις του νόμου περί υποδομών που δεν διαθέτουν ούτε καν τα δημόσια πανεπιστήμιά μας, τα οποία, μάλιστα, χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεν χρειάζεται, πιστεύω, να αναφερθώ καν στην απαίτηση για εγγυητική επιστολή 500.000€, η οποία από μόνη της καταδεικνύει το στόχο του συγκεκριμένου νόμου. Την εξόντωση, δηλαδή, των περισσοτέρων κολλεγίων, καθώς κάτι τέτοιο δεν έχει ζητηθεί ποτέ ως τώρα από οποιονδήποτε φορέα (ιδιωτικά σχολεία, ΙΕΚ, ΕΕΣ κτλ) προσφέρει υπηρεσίες στο χώρο της εκπαίδευσης.
ΕΡ. Πιστεύετε πως θα υπάρξουν αντιδράσεις για το ΠΔ περί επαγγελματικών δικαιωμάτων;
ΑΠ. Πιθανόν να υπάρξουν, όπως έχουν υπάρξει, άλλωστε, και ως τώρα. Το μήνυμα, όμως, που πρέπει να φτάσει σε κάθε δημόσιο Πανεπιστήμιο και σε κάθε φοιτητή δημοσίου Πανεπιστημίου που νιώθει ότι απειλείται, είναι ότι δεν είναι τα κολλέγια ο εχθρός ούτε, για παράδειγμα, κάποιος που σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Γερμανία και θέλει να εργαστεί στην Ελλάδα. Αν η εκπαίδευση που λαμβάνουν στα Ελληνικά Πανεπιστήμια είναι αξιόλογη, τότε δεν μπορεί να τους απειλήσει κανείς. Επιτέλους, σε αυτή τη χώρα, ας σταματήσουμε να βλέπουμε το δέντρο και ας ασχοληθούμε με το δάσος.